δυσπαράκλητος

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαράκλητος Medium diacritics: δυσπαράκλητος Low diacritics: δυσπαράκλητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparáklētos Transliteration B: dysparaklētos Transliteration C: dysparaklitos Beta Code: duspara/klhtos

English (LSJ)

δυσπαράκλητον, inexorable, Sch.S.OT334; τὸ δ. τοῦ τρόπου J.AJ16.5.4 (v.l. δυσπαραιτ-).

Spanish (DGE)

-ον
implacable, inexorable τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.AI 16.151 (cód., v. δυσπαραίτητος), ἀτελεύτητος δὲ δυσαξίωτος, δ. Sch.S.OT 334P., glos. a δυσπαραίτητος Sch.A.Pr.34D., ἀναίδεια Sch.Er.Il.1.225c.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu besänftigen, Sp., wie Schol. Soph. O. R 336.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαράκλητος: -ον, ἀδυσώπητος, ἀνεξιλέωτος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 336.

Greek Monolingual

δυσπαράκλητος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν επηρεάζεται από παρακλήσεις, σκληρός, άτεγκτος
2. (το ουδ. ως ουσ) τὸ δυσπαράκλητον
σκληρότητα, ακαμψία.