Anonymous

ἔκδοτος: Difference between revisions

From LSJ
10
(T22)
(10)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἔκδοτον ([[ἐκδίδωμι]]), given [[over]], delivered up, (to enemies, or to the [[power]], the [[will]], of [[someone]]): λαμβάνειν τινα ἔκδοτον, λαβόντες is rejected by G L T Tr WH); διδόναι or ποιεῖν τινα [[ἔκδοτος]] [[Herodotus]] 3,1; [[Demosthenes]], 648,25; Josephus, Antiquities 6,13, 9; Palaeph. 41,2; others; [[Bel]] and the Dragon , [[verse]] ἑαυτόν [[ἔκδοτος]] διδόναι τῷ θανάτῳ, Ignatius ad Smyrn. 4,2 [ET].
|txtha=ἔκδοτον ([[ἐκδίδωμι]]), given [[over]], delivered up, (to enemies, or to the [[power]], the [[will]], of [[someone]]): λαμβάνειν τινα ἔκδοτον, λαβόντες is rejected by G L T Tr WH); διδόναι or ποιεῖν τινα [[ἔκδοτος]] [[Herodotus]] 3,1; [[Demosthenes]], 648,25; Josephus, Antiquities 6,13, 9; Palaeph. 41,2; others; [[Bel]] and the Dragon , [[verse]] ἑαυτόν [[ἔκδοτος]] διδόναι τῷ θανάτῳ, Ignatius ad Smyrn. 4,2 [ET].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκδοτος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο παραδομένος στα [[πάθη]], ο [[ακόλαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που παραδόθηκε<br /><b>2.</b> προδομένος<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που δόθηκε σε γάμο<br /><b>4.</b> αυτός που περιέρχεται στη [[διάθεση]] κάποιου.
}}
}}