Anonymous

ἔκδοτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκδοτος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο παραδομένος στα [[πάθη]], ο [[ακόλαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που παραδόθηκε<br /><b>2.</b> προδομένος<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που δόθηκε σε γάμο<br /><b>4.</b> αυτός που περιέρχεται στη [[διάθεση]] κάποιου.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκδοτος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο παραδομένος στα [[πάθη]], ο [[ακόλαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που παραδόθηκε<br /><b>2.</b> προδομένος<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που δόθηκε σε γάμο<br /><b>4.</b> αυτός που περιέρχεται στη [[διάθεση]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκδοτος:''' -ον ([[ἐκδίδωμι]]), αυτός που παραδίδεται, που δίνεται, που εκχωρείται, σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}