δυσσύμβατος: Difference between revisions

10
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que se aviene mal]], [[que se asocia difícilmente]] (πόλις) ... πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plu.2.661c.
|dgtxt=-ον<br />[[que se aviene mal]], [[que se asocia difícilmente]] (πόλις) ... πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plu.2.661c.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσσύμβατος]], -ον (Α)<br />αυτός που συμβιβάζεται ή συμφωνεί δύσκολα.
}}
}}