Anonymous

δυσσύμβατος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσσύμβατος]], -ον (Α)<br />αυτός που συμβιβάζεται ή συμφωνεί δύσκολα.
|mltxt=[[δυσσύμβατος]], -ον (Α)<br />αυτός που συμβιβάζεται ή συμφωνεί δύσκολα.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσσύμβᾰτος:''' трудно сочетающийся, несоединимый (πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plut. - v. l. [[δυσέμβατος]]).
}}
}}