Anonymous

ἐλαιοειδής: Difference between revisions

From LSJ
11
(big3_14b)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[parecido al aceite]] por su aspecto o consistencia τὰ δὲ ἐμεύμενα ... ἐλαιοειδέα Aret.<i>SA</i> 2.6.5, ἰχώρ Aët.13.23.
|dgtxt=-ές<br />[[parecido al aceite]] por su aspecto o consistencia τὰ δὲ ἐμεύμενα ... ἐλαιοειδέα Aret.<i>SA</i> 2.6.5, ἰχώρ Aët.13.23.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἐλαιοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[λάδι]] ή με [[ελιά]] (το [[δέντρο]] ή τον καρπό)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <i>τα ελαιοειδή</i><br />[[οικογένεια]] δικοτυλήδονων [[φυτών]].
}}
}}