Anonymous

ἑκών: Difference between revisions

From LSJ
2,055 bytes added ,  29 September 2017
11
(T22)
(11)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[ἑκοῦσα]], ἑκον, unforced, [[voluntary]], [[willing]], of [[one]]'s [[own]] [[will]], of [[one]]'s [[own]] [[accord]]: [[Homer]] [[down]].)  
|txtha=[[ἑκοῦσα]], ἑκον, unforced, [[voluntary]], [[willing]], of [[one]]'s [[own]] [[will]], of [[one]]'s [[own]] [[accord]]: [[Homer]] [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=-ούσα, -όν (AM [[ἑκών]], -οῡσα, -όν)<br />αυτός που ενεργεί ή πάσχει [[κάτι]] με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, [[εθελοντής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί από [[πρόθεση]], [[επίτηδες]] («[[ἑκών]] ἠμάρτανεν» — [[επίτηδες]] αποτύγχανε)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἑκών]] [[εἶναι]]» — όσο εξαρτάται από μένα, όσο για μένα<br />β) «[[ἑκών]] [[ἄκων]]» — με τη θέλησή μου ή όχι<br />γ) «[[ἑκών]] παρ' ἑκόντος λαμβάνειν» — [[κατά]] αμοιβαία [[συναίνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχ. τ. μετοχής που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>usant</i>- (θηλ. <i>uśat</i>-<i>i</i>), στο οποίο απαντά η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ΙΕ ρίζας <i>wek</i>- «[[θέλω]], [[εύχομαι]]». Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας του ελληνικού τύπου [[εκών]] [[είναι]] [[υστερογενής]] και, [[μολονότι]] απαντά σε τύπους οριστικής άλλων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> χετ. <i>uek</i>-<i>mi</i>, αρχ. ινδ. <i>vaś</i>-<i>mi</i> «[[εύχομαι]], [[επιθυμώ]], [[απαιτώ]]»), στην Ελληνική δεν έχει διασωθεί [[αντίστοιχος]] τ. (<i>Fεκ</i>-<i>μι</i>). Η [[σημασία]] του δηλώθηκε στην Ελληνική από τα ρήματα [[βούλομαι]] και [[εθέλω]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται και τα [[εκάεργος]], [[ένεκα]]. Τέλος η [[δασύτητα]] εξηγείται πιθ. αναλογικά [[προς]] το <i>έ</i>].
}}
}}