Anonymous

ἑκών: Difference between revisions

From LSJ
672 bytes added ,  30 December 2018
4
(11)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ούσα, -όν (AM [[ἑκών]], -οῡσα, -όν)<br />αυτός που ενεργεί ή πάσχει [[κάτι]] με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, [[εθελοντής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί από [[πρόθεση]], [[επίτηδες]] («[[ἑκών]] ἠμάρτανεν» — [[επίτηδες]] αποτύγχανε)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἑκών]] [[εἶναι]]» — όσο εξαρτάται από μένα, όσο για μένα<br />β) «[[ἑκών]] [[ἄκων]]» — με τη θέλησή μου ή όχι<br />γ) «[[ἑκών]] παρ' ἑκόντος λαμβάνειν» — [[κατά]] αμοιβαία [[συναίνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχ. τ. μετοχής που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>usant</i>- (θηλ. <i>uśat</i>-<i>i</i>), στο οποίο απαντά η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ΙΕ ρίζας <i>wek</i>- «[[θέλω]], [[εύχομαι]]». Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας του ελληνικού τύπου [[εκών]] [[είναι]] [[υστερογενής]] και, [[μολονότι]] απαντά σε τύπους οριστικής άλλων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> χετ. <i>uek</i>-<i>mi</i>, αρχ. ινδ. <i>vaś</i>-<i>mi</i> «[[εύχομαι]], [[επιθυμώ]], [[απαιτώ]]»), στην Ελληνική δεν έχει διασωθεί [[αντίστοιχος]] τ. (<i>Fεκ</i>-<i>μι</i>). Η [[σημασία]] του δηλώθηκε στην Ελληνική από τα ρήματα [[βούλομαι]] και [[εθέλω]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται και τα [[εκάεργος]], [[ένεκα]]. Τέλος η [[δασύτητα]] εξηγείται πιθ. αναλογικά [[προς]] το <i>έ</i>].
|mltxt=-ούσα, -όν (AM [[ἑκών]], -οῡσα, -όν)<br />αυτός που ενεργεί ή πάσχει [[κάτι]] με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, [[εθελοντής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί από [[πρόθεση]], [[επίτηδες]] («[[ἑκών]] ἠμάρτανεν» — [[επίτηδες]] αποτύγχανε)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἑκών]] [[εἶναι]]» — όσο εξαρτάται από μένα, όσο για μένα<br />β) «[[ἑκών]] [[ἄκων]]» — με τη θέλησή μου ή όχι<br />γ) «[[ἑκών]] παρ' ἑκόντος λαμβάνειν» — [[κατά]] αμοιβαία [[συναίνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχ. τ. μετοχής που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>usant</i>- (θηλ. <i>uśat</i>-<i>i</i>), στο οποίο απαντά η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της αρχικής ΙΕ ρίζας <i>wek</i>- «[[θέλω]], [[εύχομαι]]». Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας του ελληνικού τύπου [[εκών]] [[είναι]] [[υστερογενής]] και, [[μολονότι]] απαντά σε τύπους οριστικής άλλων γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> χετ. <i>uek</i>-<i>mi</i>, αρχ. ινδ. <i>vaś</i>-<i>mi</i> «[[εύχομαι]], [[επιθυμώ]], [[απαιτώ]]»), στην Ελληνική δεν έχει διασωθεί [[αντίστοιχος]] τ. (<i>Fεκ</i>-<i>μι</i>). Η [[σημασία]] του δηλώθηκε στην Ελληνική από τα ρήματα [[βούλομαι]] και [[εθέλω]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται και τα [[εκάεργος]], [[ένεκα]]. Τέλος η [[δασύτητα]] εξηγείται πιθ. αναλογικά [[προς]] το <i>έ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑκών:''' ἑκοῦσα, ἑκόν,<br /><b class="num">1.</b> [[πρόθυμος]], [[θεληματικός]], [[εθελούσιος]], αυτός που έχει ελεύθερη [[προαίρεση]], [[πρόθυμος]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[επίτηδες]], σκόπιμα, εκούσια, ἑκὼνἡμάρτανε [[φωτός]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> στον πεζό λόγο, ἑκὼν [[εἶναι]] ή [[ἑκών]], όσο εξαρτάται από τη δική μου [[θέληση]], [[κυρίως]] με [[άρνηση]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}