Anonymous

δύσλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
10
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de decir]] neutr. plu. subst. λέξας δύσλεκτα φίλοισιν A.<i>Pers</i>.702, cf. Sch.Lyc.9.
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de decir]] neutr. plu. subst. λέξας δύσλεκτα φίλοισιν A.<i>Pers</i>.702, cf. Sch.Lyc.9.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δύσλεκτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα εκφράζεται, προφέρεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δύσκολα λέγεται ή ανακοινώνεται.
}}
}}