Anonymous

εἰνοσίφυλλος: Difference between revisions

From LSJ
10
(big3_13)
(10)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἐνοσίφυλλος]].
|dgtxt=v. [[ἐνοσίφυλλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εἰνοσίφυλλος]], -ον (Α)<br />(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό [[φύλλωμα]].
}}
}}