Anonymous

ἐκτραχηλίζω: Difference between revisions

From LSJ
11
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[romper el cuello]], [[desnucar]] πρὶν ἂν τοῦ σκέλους ὑμᾶς λαβών τις ἐκτραχηλίσῃ φέρων Ar.<i>Lys</i>.705, (τὰ παιδία) [[ἄνωθεν]] ἀπὸ τῶν τειχῶν ἐξετραχήλιζεν αὑτά Plu.<i>Brut</i>.31, μή σε ἐκτραχηλίσῃ Luc.<i>Rh.Pr</i>.10, en v. pas. ἀθλητὴς ὑπὸ ῥώμης δυνατωτέρας ἐκτραχηλιζόμενος Ph.2.413<br /><b class="num">•</b>fig. ὁρκίζω σε τὸν ... τὰ ὄρη ἐκτραχηλίζοντα te conjuro a tí, que rompes el espinazo de los montes</i>, <i>TDA</i> 271.26 (Hadrumeto II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[echar a perder]], [[precipitar a la ruina]] οἷόν σε, ὦ [[γεωργία]], τὸ ... φροντιστήριον ἐξετραχήλισε Alciphr.2.38.3, τὸ δὲ οἴεσθαι ... πολλοὺς ... τῶν βαρβάρων ἐξετραχήλισεν Porph.<i>Abst</i>.1.42, πολλοὺς ... ἡ εὐτυχία ... ἐκτραχηλίζει Mich.<i>in EN</i> 523.28, ἐκτραχηλίζουσι δ' αὐτοὺς αἱ ... τραγῳδίαι Hermog.<i>Id</i>.1.6 (p.249), cf. Luc.<i>Tox</i>.14, en v. pas. ἵνα μὴ εἰς ἀτόπους πράξεις ἐκτραχηλισθῇς Ph.<i>Fr</i>.p.102.<br /><b class="num">2</b> [[despedir por encima del cuello]] el caballo al jinete ὁ ἵππος πίπτει εἰς γόνατα, καὶ μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισεν X.<i>Cyr</i>.1.4.8, cf. Plu.2.58f<br /><b class="num">•</b>fig. c. ac. de cosa [[desmontar]], [[echar abajo]], [[abatir]] ἐκτραχηλίζειν τὰς ... κλίμακας Ph.<i>Bel</i>.85.38.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas. [[romperse el cuello]], [[desnucarse]] ἢ 'γὼ πρότερόν πως ἐκτραχηλισθῶ πεσών Ar.<i>Nu</i>.1501, cf. <i>Pl</i>.70, Plb.4.58.10, ἐκτραχηλισθῆναι διαμαρτόντος τοῦ ποδός Luc.<i>Merc.Cond</i>.42, οὐ [[δεῖ]] ... ἐκτραχηλισθῆναι no hay que dejarse romper el cuello</i> D.9.51.
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[romper el cuello]], [[desnucar]] πρὶν ἂν τοῦ σκέλους ὑμᾶς λαβών τις ἐκτραχηλίσῃ φέρων Ar.<i>Lys</i>.705, (τὰ παιδία) [[ἄνωθεν]] ἀπὸ τῶν τειχῶν ἐξετραχήλιζεν αὑτά Plu.<i>Brut</i>.31, μή σε ἐκτραχηλίσῃ Luc.<i>Rh.Pr</i>.10, en v. pas. ἀθλητὴς ὑπὸ ῥώμης δυνατωτέρας ἐκτραχηλιζόμενος Ph.2.413<br /><b class="num">•</b>fig. ὁρκίζω σε τὸν ... τὰ ὄρη ἐκτραχηλίζοντα te conjuro a tí, que rompes el espinazo de los montes</i>, <i>TDA</i> 271.26 (Hadrumeto II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[echar a perder]], [[precipitar a la ruina]] οἷόν σε, ὦ [[γεωργία]], τὸ ... φροντιστήριον ἐξετραχήλισε Alciphr.2.38.3, τὸ δὲ οἴεσθαι ... πολλοὺς ... τῶν βαρβάρων ἐξετραχήλισεν Porph.<i>Abst</i>.1.42, πολλοὺς ... ἡ εὐτυχία ... ἐκτραχηλίζει Mich.<i>in EN</i> 523.28, ἐκτραχηλίζουσι δ' αὐτοὺς αἱ ... τραγῳδίαι Hermog.<i>Id</i>.1.6 (p.249), cf. Luc.<i>Tox</i>.14, en v. pas. ἵνα μὴ εἰς ἀτόπους πράξεις ἐκτραχηλισθῇς Ph.<i>Fr</i>.p.102.<br /><b class="num">2</b> [[despedir por encima del cuello]] el caballo al jinete ὁ ἵππος πίπτει εἰς γόνατα, καὶ μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισεν X.<i>Cyr</i>.1.4.8, cf. Plu.2.58f<br /><b class="num">•</b>fig. c. ac. de cosa [[desmontar]], [[echar abajo]], [[abatir]] ἐκτραχηλίζειν τὰς ... κλίμακας Ph.<i>Bel</i>.85.38.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas. [[romperse el cuello]], [[desnucarse]] ἢ 'γὼ πρότερόν πως ἐκτραχηλισθῶ πεσών Ar.<i>Nu</i>.1501, cf. <i>Pl</i>.70, Plb.4.58.10, ἐκτραχηλισθῆναι διαμαρτόντος τοῦ ποδός Luc.<i>Merc.Cond</i>.42, οὐ [[δεῖ]] ... ἐκτραχηλισθῆναι no hay que dejarse romper el cuello</i> D.9.51.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ξετραχηλίζω]] (AM [[ἐκτραχηλίζω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> παραφέρομαι, παρασύρομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[γυμνώνω]] τον τράχηλο ή το [[στήθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) [[ρίχνω]] τον αναβάτη [[πάνω]] από το [[κεφάλι]] μου<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[σπάω]] τον λαιμό κάποιου<br /><b>3.</b> [[ανατρέπω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>5.</b> [[παρασύρω]]<br /><b>6.</b> [[παρασύρω]] κάποιον να μιλά με στόμφο<br /><b>7.</b> [[καρατομώ]].
}}
}}