Anonymous

δεσπότης: Difference between revisions

From LSJ
9
(T21)
(9)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=δεσπότου, ὁ (from [[Pindar]] [[down]]), a [[master]], [[lord]] (as of δοῦλοι, οἰκέται): [[δοῦλος]]: [[δεσπότης]] [[τῶν]] πάντων, [[δεσπότης]] [[here]] as designating God; cf. R. V. marginal [[reading]]); and whose [[prerogative]] it is to [[take]] [[vengeance]] on those [[who]] [[persecute]] his followers, SYNONYMS: [[δεσπότης]], [[κύριος]]: [[δεσπότης]] [[was]] [[strictly]] the correlative of [[slave]], [[δοῦλος]], and [[hence]], denoted [[absolute]] ownership and uncontrolled [[power]]; [[κύριος]] had a wider [[meaning]], [[applicable]] to the [[various]] ranks and relations of [[life]], and [[not]] [[suggestive]] [[either]] of [[property]] or of absolutism. Ammonius [[under]] the [[word]] [[δεσπότης]] says δεδσποτης ὁ [[τῶν]] ἀργυρωνητων. [[κύριος]] δέ καί [[πατήρ]] υἱοῦ καί [[αὐτός]] [[τίς]] [[ἑαυτοῦ]]. So [[Philo]], quis rer. div. heres § 6 [[ὥστε]] [[τόν]] δεσπότην κύριον [[εἶναι]] καί [[ἔτι]] [[ὡσανεί]] φοβερόν κύριον, οὐ [[μόνον]] τό [[κῦρος]] καί τό [[κράτος]] ἁπάντων ἀνημμενον, [[ἀλλά]] καί [[δέος]] καί φόβον ἱκανόν ἐμποιησαι. Cf. Trench, § xxviii.; Woolsey, in Bib. Sacr. for 1861, p. 599f; Schmidt, [[chapter]] 161,5.]  
|txtha=δεσπότου, ὁ (from [[Pindar]] [[down]]), a [[master]], [[lord]] (as of δοῦλοι, οἰκέται): [[δοῦλος]]: [[δεσπότης]] [[τῶν]] πάντων, [[δεσπότης]] [[here]] as designating God; cf. R. V. marginal [[reading]]); and whose [[prerogative]] it is to [[take]] [[vengeance]] on those [[who]] [[persecute]] his followers, SYNONYMS: [[δεσπότης]], [[κύριος]]: [[δεσπότης]] [[was]] [[strictly]] the correlative of [[slave]], [[δοῦλος]], and [[hence]], denoted [[absolute]] ownership and uncontrolled [[power]]; [[κύριος]] had a wider [[meaning]], [[applicable]] to the [[various]] ranks and relations of [[life]], and [[not]] [[suggestive]] [[either]] of [[property]] or of absolutism. Ammonius [[under]] the [[word]] [[δεσπότης]] says δεδσποτης ὁ [[τῶν]] ἀργυρωνητων. [[κύριος]] δέ καί [[πατήρ]] υἱοῦ καί [[αὐτός]] [[τίς]] [[ἑαυτοῦ]]. So [[Philo]], quis rer. div. heres § 6 [[ὥστε]] [[τόν]] δεσπότην κύριον [[εἶναι]] καί [[ἔτι]] [[ὡσανεί]] φοβερόν κύριον, οὐ [[μόνον]] τό [[κῦρος]] καί τό [[κράτος]] ἁπάντων ἀνημμενον, [[ἀλλά]] καί [[δέος]] καί φόβον ἱκανόν ἐμποιησαι. Cf. Trench, § xxviii.; Woolsey, in Bib. Sacr. for 1861, p. 599f; Schmidt, [[chapter]] 161,5.]  
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δεσπότης]]<br />Α θηλ. [[δεσπότις]], η και [[δεσπότειρα]], η)<br /><b>1.</b> ο [[κύριος]] του σπιτιού, ο [[ιδιοκτήτης]], ο [[οικοδεσπότης]]<br /><b>2.</b> ο Κύριος, ο Θεός<br /><b>3.</b> αυτός που έχει την απόλυτη [[κυριότητα]] κάποιου πράγματος<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[επίσκοπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(κλητ.)</b> <i>Δέσποτα</i><br />[[προσφώνηση]] για οποιονδήποτε κληρικό, [[κυρίως]] για τον πρεσβύτερο<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «καλά ειν' τα φαρδομάνικα μα τά φορούν οι δεσποτάδες» — για όσους επιθυμούν [[κάτι]] υπερβολικά ανώτερο τών δυνατοτήτων του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] βασιλέων, αυτοκρατόρων, κυβερνητών, ανώτατων αξιωματούχων, πριγκίπων<br /><b>2.</b> ο [[Χριστός]]<br /><b>3.</b> ο Πατήρ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αυτοκράτορας]] του Βυζαντίου<br /><b>2.</b> ο [[ηγεμόνας]] δεσποτάτου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ο του κόσμου τούτου [[δεσπότης]]» — ο [[διάβολος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κύριος]] (σε [[αντίθεση]] με τους δούλους).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δεμ</i>-<i>σ</i>-[[πότης]]. Η λ. [[δεσπότης]] ταυτίζεται με αντίστοιχο τύπο της αρχ. ινδ. <i>dampati</i>- (και με [[αντιμετάθεση]] <i>patirdan</i>), αβεστ. <i>d∂ng paitiš</i> «[[κύριος]] του σπιτιού». Πρόκειται για σύνθετη [[λέξη]], της οποίας το α' συνθετικό ανάγεται σε ΙΕ <i>dems</i>-, <i>το</i> οποίο άλλοι ερμήνευσαν ως γενική ενός αρχαίου ονόματος με σημ. «[[σπίτι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[δόμος]]) και άλλοι ως παρεκτεταμένο τ. της ρίζας <i>dem</i>- του [[δέμω]] με ένα -<i>s</i>, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του επιθηματικού -<i>es</i>-. Για το β' συνθετικό <b>[[πρβλ]].</b> [[πόσις]] (<i>λατ</i>. <i>potis</i>). Ως [[προς]] τον μορφολογικό σχηματισμό η λ. [[δεσπότης]] εμφανίζεται με [[θέμα]] σε -<i>ā</i>, [[αντί]] του αναμενόμενου θέματος σε -<i>i</i> ([[πόσις]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[αγκυλομήτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[αγκύλος]] <span style="color: red;">+</span> [[μήτις]]). Η λ. [[δεσπότης]], όπως δείχνει και η [[ετυμολογία]] της, [[καθώς]] και οι αντίστοιχες λέξεις τών άλλων ΙΕ γλωσσών, είχε αρχικά τη [[σημασία]] «[[κύριος]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]]», [[προς]] [[διάκριση]] από τους <i>οικέτες</i> «δούλους». Αργότερα, και συγκεκριμένα στους ρωμαϊκούς και στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους, η [[σημασία]] της λ. διευρύνθηκε και η λ. χαρακτήρισε τον ανώτατο ηγεμόνα και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο [[οποίος]] ήταν «[[κύριος]] του οίκου» του, δηλ. όλου του βασιλείου. Έπειτα η λ. έγινε [[τιμητικός]] [[τίτλος]] για ορισμένα [[μέλη]] της βασιλικής οικογένειας που αργότερα, επί τουρκοκρατίας, απονέμονταν στον χριστιανό διοικητή μιας επαρχίας (π.χ. [[δεσπότης]] του Μορέως). Τέλος, στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως ανώτατο εκκλησιαστικό [[αξίωμα]], αποδίδεται δηλ. στον επίσκοπο, ενώ με τη [[σημασία]] που δήλωνε αρχικά η λ. [[δεσπότης]] χρησιμοποιείται [[σήμερα]] το ήδη αρχαίο (μεταγενέστερο) σύνθετο του [[δεσπότης]], το [[οικοδεσπότης]]. Ήδη στην αρχαία η λ. [[δεσπότης]] έδωσε [[λαβή]] στον σχηματισμό διαφόρων παραγώγων και σύνθετων λέξεων, από τα οποία τα πιο [[σημαντικά]] [[είναι]]: α) ΠΑΡΑΓΩΓΑ: τα υποκοριστικά [[δεσποτίσκος]] και [[δεσποτίδιον]]<br />τα επίθετα [[δεσποτικός]], [[δεσπότειος]] και, με συριστικοποίηση του τ ([[τροπή]] του τ σε σ), [[δεσπόσυνος]] και [[δεσπόσιος]]<br />τα θηλ. ουσιαστικά [[δεσπότις]] (-<i>ιδος</i>) και [[δεσπότειρα]] (για τον σχηματισμό του θηλ. [[δέσποινα]] <b>βλ. λ.</b>)<br />τα (μετονοματικά) ρήματα [[δεσπόζω]], [[δεσποτέω]], -<i>ώ</i> και πιθ. [[δεσποτεύω]]. β) ΣΥΝΘΕΤΑ: <i>αυτοδεσπότης</i>, [[οικοδεσπότης]], [[συνοικοδεσπότης]], [[τριγωνοδεσπότης]] και [[φιλοδεσπότης]].
}}
}}