Anonymous

ψίαθος: Difference between revisions

From LSJ
47c
(eksahir)
(47c)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[estera]]
|esgtx=[[estera]]
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ψίεθος]] και ως αρσ. [[ψίαθος]], ὁ, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[ψάθα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[χαμεύνη]] και τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται [[ψίαθος]]»<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐκ τῆς αὐτῆς ψιάθου γεγονώς» — λεγόταν για άνθρωπο που βρισκόταν στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειος [[τεχνικός]] όρος, <b>[[πρβλ]].</b> τους συνώνυμους τ. της καλαθοπλεκτικής: [[γύργαθος]], [[κάλαθος]]].
}}
}}