3,274,919
edits
(47c) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ψίεθος]] και ως αρσ. [[ψίαθος]], ὁ, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[ψάθα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[χαμεύνη]] και τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται [[ψίαθος]]»<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐκ τῆς αὐτῆς ψιάθου γεγονώς» — λεγόταν για άνθρωπο που βρισκόταν στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειος [[τεχνικός]] όρος, <b>[[πρβλ]].</b> τους συνώνυμους τ. της καλαθοπλεκτικής: [[γύργαθος]], [[κάλαθος]]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ψίεθος]] και ως αρσ. [[ψίαθος]], ὁ, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[ψάθα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[χαμεύνη]] και τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται [[ψίαθος]]»<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐκ τῆς αὐτῆς ψιάθου γεγονώς» — λεγόταν για άνθρωπο που βρισκόταν στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειος [[τεχνικός]] όρος, <b>[[πρβλ]].</b> τους συνώνυμους τ. της καλαθοπλεκτικής: [[γύργαθος]], [[κάλαθος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψίᾰθος:''' ή [[ψίεθος]], ἡ, [[σωρός]] από [[βούρλα]], σε Αριστοφ.· Δωρ. αιτ. πληθ. <i>ψιάθως</i>, στον ίδ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |