Anonymous

ψαυστός: Difference between revisions

From LSJ
47c
(6_11)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψαυστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ, [[ψηλαφητός]], Ἡρῳδιαν. 1. 11.
|lstext='''ψαυστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ, [[ψηλαφητός]], Ἡρῳδιαν. 1. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψαύω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ψαύσει, να τον αγγίξει [[ελαφρά]] ή να τον χαϊδέψει ερωτικά.
}}
}}