3,277,719
edits
(6_11) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψαυστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ, [[ψηλαφητός]], Ἡρῳδιαν. 1. 11. | |lstext='''ψαυστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ, [[ψηλαφητός]], Ἡρῳδιαν. 1. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψαύω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ψαύσει, να τον αγγίξει [[ελαφρά]] ή να τον χαϊδέψει ερωτικά. | |||
}} | }} |