ψαυστός

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαυστός Medium diacritics: ψαυστός Low diacritics: ψαυστός Capitals: ΨΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: psaustós Transliteration B: psaustos Transliteration C: psafstos Beta Code: yausto/s

English (LSJ)

ψαυστή, ψαυστόν, touched, ἄγαλμα οὐδὲ ψ. χειρὸς ἀνθρωπίνης, i.e. not made by mortal hand, Hdn.1.11.1.

German (Pape)

[Seite 1392] adj. verb. von ψαύω, berührt, zu berühren.

Greek (Liddell-Scott)

ψαυστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ, ψηλαφητός, Ἡρῳδιαν. 1. 11.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψαύω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψαύσει, να τον αγγίξει ελαφρά ή να τον χαϊδέψει ερωτικά.