Anonymous

ὠμαλθής: Difference between revisions

From LSJ
47c
(6_7)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠμαλθής''': -ές, ([[ὠμός]], ἄλθω)· ― [[ἕλκος]] ὠμ., [[ἕλκος]] ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ [[προσηκόντως]], Ἡσύχ.
|lstext='''ὠμαλθής''': -ές, ([[ὠμός]], ἄλθω)· ― [[ἕλκος]] ὠμ., [[ἕλκος]] ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ [[προσηκόντως]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για [[έλκος]]) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλθος]] «[[θεραπεία]], [[φάρμακο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>αλθής</i>).
}}
}}