ὠμαλθής

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμαλθής Medium diacritics: ὠμαλθής Low diacritics: ωμαλθής Capitals: ΩΜΑΛΘΗΣ
Transliteration A: ōmalthḗs Transliteration B: ōmalthēs Transliteration C: omalthis Beta Code: w)malqh/s

English (LSJ)

ὠμαλθές, (ὠμός, ἀλθαίνω) ἕλκος ὠμαλθές = a wound scarred over too soon, without healing properly, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμαλθής: -ές, (ὠμός, ἄλθω)· ― ἕλκος ὠμ., ἕλκος ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ προσηκόντως, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυαλθής).