Anonymous

ὠμοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
47c
(6_15)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠμοφόρος''': ὁ, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν ὤμων, Ἐπιφάν. 639D, 643Β, κ. ἀλλ.
|lstext='''ὠμοφόρος''': ὁ, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν ὤμων, Ἐπιφάν. 639D, 643Β, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μεταφορέας]], [[αχθοφόρος]] («τῶν τοῡ ὠμοφόρου ὤμων», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Ὠμοφόρος</i><br />(στον μανιχαϊσμό) αυτός που κρατά τη Γη στους ώμους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}