3,273,757
edits
(T22) |
(12) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἐπαγγελματος, τό ([[ἐπαγγέλλω]]), a [[promise]]: [[Demosthenes]], Isocrates, others.) | |txtha=ἐπαγγελματος, τό ([[ἐπαγγέλλω]]), a [[promise]]: [[Demosthenes]], Isocrates, others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἐπάγγελμα]]) [[επαγγέλλομαι]]<br />βιοποριστική [[εργασία]] («το [[επάγγελμα]] του δικηγόρου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ελευθέρια]] ή ελεύθερα επαγγέλματα» — αυτά που δεν ανήκουν στην εξαρτημένη [[εργασία]], που ασκούνται από επιστήμονες ή επαγγελματίες που δεν ανήκουν στον υπαλληλικό [[κλάδο]]<br /><b>2.</b> «εξ επαγγέλματος» <br />α) (για δικαστή) από δική του [[πρωτοβουλία]], από επαγγελματική [[υποχρέωση]], αυτεπάγγελτα, [[χωρίς]] [[μήνυση]] κάποιου<br />β) (γι' αυτόν που θεωρεί [[έργο]] του να κάνει [[κάτι]]) από μακρόχρονη [[άσκηση]] και [[συνήθεια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> καλή [[αγγελία]] («ἐνεφύης δὲ [[γαστρί]], φέρων αὐτοῑς τὸ [[ἐπάγγελμα]]», Μηναία)<br /><b>2.</b> [[προσταγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επαγγελία]], [[υπόσχεση]] («τοῡτό ἐστιν, ἔφη... τὸ [[ἐπάγγελμα]], ὅ ἐπαγγέλλομαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[θέμα]] μιας πραγματείας<br /><b>3.</b> <i>ἐπαγγέλματα</i><br />[[σύνοδος]], [[εκκλησία]], [[συνέλευση]] τών Ρωμαίων πολιτών<br /><b>4.</b> η διαφημιζόμενη ιαματική [[ιδιότητα]] ενός φαρμάκου. | |||
}} | }} |