Anonymous

ἐπικίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’est pas en sûreté, précaire : [[ἐν]] ἐπικινδύνῳ γίγνεσθαι THC être en danger ; ἐπικίνδυνον [[ἦν]] [[μή]] HDT il était à craindre que;<br /><b>2</b> dangereux, périlleux;<br /><i>Cp.</i> ἐπικινδυνότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κίνδυνος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’est pas en sûreté, précaire : [[ἐν]] ἐπικινδύνῳ γίγνεσθαι THC être en danger ; ἐπικίνδυνον [[ἦν]] [[μή]] HDT il était à craindre que;<br /><b>2</b> dangereux, périlleux;<br /><i>Cp.</i> ἐπικινδυνότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κίνδυνος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπικίνδυνος]], -ον) [[κίνδυνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο [[τόλμημα]], [[εγχείρημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να προκαλέσει [[κακά]] αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων «επικίνδυνη [[εγχείρηση]], [[ασθένεια]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που διατρέχει κίνδυνο, που η [[θέση]] του [[είναι]] [[επισφαλής]] («αυτή η [[επιχείρηση]] μού φαίνεται επικίνδυνη»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἐπικινδύνῳ» — επισφαλώς, με κινδύνους, επικίνδυνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικινδύνως</i>, -<i>α</i><br />με επικίνδυνο τρόπο, επισφαλώς, με τρόπο που απειλεί [[αμέσως]] τη ζωή ατόμου ή ομάδας.
}}
}}