Anonymous

ἐπικαταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=tomber sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καταπίπτω]].
|btext=tomber sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καταπίπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπικαταπίπτω]] (AM) [[καταπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> περιλαμβάνομαι στο [[μερίδιο]] κάποιου.
}}
}}