Anonymous

ἐπικαταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικαταπίπτω]] (AM) [[καταπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> περιλαμβάνομαι στο [[μερίδιο]] κάποιου.
|mltxt=[[ἐπικαταπίπτω]] (AM) [[καταπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> περιλαμβάνομαι στο [[μερίδιο]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], ρίχνομαι, [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, σε Λουκ.
}}
}}