Anonymous

ἔπαρμα: Difference between revisions

From LSJ
1,191 bytes added ,  29 September 2017
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />gonflement ; <i>fig.</i> vanité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαίρω]].
|btext=ατος (τό) :<br />gonflement ; <i>fig.</i> vanité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαίρω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἔπαρμα]], το) [[επαίρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[μέρος]] ενός οστού που εξέχει ή [[εξόγκωση]] άλλου οργάνου του σώματος<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> «[[έπαρμα]] ιστίου» — το ύψος [[κάθε]] τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι προεξέχει, ύψωμα, [[προεξοχή]]<br /><b>2.</b> [[πρήξιμο]], [[φούσκωμα]]<br /><b>3.</b> [[υπερηφάνεια]], [[έξαρση]]<br /><b>4.</b> [[ανύψωση]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]]<br /><b>5.</b> ύψος, [[μέγεθος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἔπαρμα]], το (Μ)<br /><b>1.</b> [[λεία]]<br /><b>2.</b> [[κατάληψη]], [[πάρσιμο]]<br /><b>3.</b> [[απόκτημα]]<br /><b>4.</b> [[συμβουλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[επαίρνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επαίρω]] «[[σηκώνω]], [[υψώνω]]»].
}}
}}