Anonymous

ἔπαρμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπαρμα''': τό, (ἐπαίρομαι) [[οἴδημα]], πρήξιμον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. ΙΙ. μεταφ., [[ἀνύψωμα]], ἂν χρυσοφορῇς, τοῦτο τύχης ἐστὶν [[ἔπαρμα]] Σωτάδης παρὰ Στοβ. 189. 44.
|lstext='''ἔπαρμα''': τό, (ἐπαίρομαι) [[οἴδημα]], πρήξιμον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. ΙΙ. μεταφ., [[ἀνύψωμα]], ἂν χρυσοφορῇς, τοῦτο τύχης ἐστὶν [[ἔπαρμα]] Σωτάδης παρὰ Στοβ. 189. 44.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />gonflement ; <i>fig.</i> vanité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαίρω]].
}}
}}