Anonymous

ἐπεκτατικός: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_11)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεκτᾰτικός''': -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπέκτασιν, Εὐστ. 1393. 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ.
|lstext='''ἐπεκτᾰτικός''': -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπέκτασιν, Εὐστ. 1393. 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἐπεκτατικός]], -ή, -όν) [[επεκτείνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιχειρεί [[επέκταση]] τών ορίων του, [[αύξηση]] της περιοχής που του ανήκει («επεκτατική [[πολιτική]], επεκτατικά σχέδια»)<br /><b>μσν.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[επέκταση]].
}}
}}