3,277,116
edits
(6_11) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεκτᾰτικός''': -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπέκτασιν, Εὐστ. 1393. 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ. | |lstext='''ἐπεκτᾰτικός''': -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπέκτασιν, Εὐστ. 1393. 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἐπεκτατικός]], -ή, -όν) [[επεκτείνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιχειρεί [[επέκταση]] τών ορίων του, [[αύξηση]] της περιοχής που του ανήκει («επεκτατική [[πολιτική]], επεκτατικά σχέδια»)<br /><b>μσν.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[επέκταση]]. | |||
}} | }} |