Anonymous

ἔνθους: Difference between revisions

From LSJ
12
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἔνθεος]].
|dgtxt=v. [[ἔνθεος]].
}}
{{grml
|mltxt=-oυv (AM [[ἔνθους]], -ουν)<br />συνηρ. τ. του [[ένθεος]], συνηθέστ. στη νέα Ελληνική με τη σημ. ενθουσιασμένος, [[ενθουσιώδης]], [[γεμάτος]] ενθουσιασμό.
}}
}}