ἔνθους
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
English (LSJ)
ἔνθουν, contr. for ἔνθεος (q.v.).
Spanish (DGE)
v. ἔνθεος.
German (Pape)
[Seite 842] zsgz. = ἔνθεος, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθους: -ουν, σηνῃρ. ἀντὶ ἔνθεος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-oυv (AM ἔνθους, -ουν)
συνηρ. τ. του ένθεος, συνηθέστ. στη νέα Ελληνική με τη σημ. ενθουσιασμένος, ενθουσιώδης, γεμάτος ενθουσιασμό.