Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἕρπυλλος: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />serpolet, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρπω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />serpolet, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρπω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἕρπυλλος]], ὁ και ποιητ. [[ἕρπυλλος]], ἡ) [[έρπω]]<br /><b>1.</b> [[ευώδης]] [[θάμνος]] της οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. [[θύμος]] ο [[έρπυλλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ερπύλλου έλαιον» — άχρωμο ή [[ελαφρώς]] κιτρινωπό [[υγρό]], αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευώδης]] [[θάμνος]], [[κληματώδης]], [[αειθαλής]], από τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες κατασκεύαζαν στεφάνια, πιθ. η [[καλαμίνθη]] η [[πολιά]], αγριοβασιλικός.
}}
}}