3,248,802
edits
(14) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἕρπυλλος]], ὁ και ποιητ. [[ἕρπυλλος]], ἡ) [[έρπω]]<br /><b>1.</b> [[ευώδης]] [[θάμνος]] της οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. [[θύμος]] ο [[έρπυλλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ερπύλλου έλαιον» — άχρωμο ή [[ελαφρώς]] κιτρινωπό [[υγρό]], αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευώδης]] [[θάμνος]], [[κληματώδης]], [[αειθαλής]], από τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες κατασκεύαζαν στεφάνια, πιθ. η [[καλαμίνθη]] η [[πολιά]], αγριοβασιλικός. | |mltxt=ο (Α [[ἕρπυλλος]], ὁ και ποιητ. [[ἕρπυλλος]], ἡ) [[έρπω]]<br /><b>1.</b> [[ευώδης]] [[θάμνος]] της οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. [[θύμος]] ο [[έρπυλλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ερπύλλου έλαιον» — άχρωμο ή [[ελαφρώς]] κιτρινωπό [[υγρό]], αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευώδης]] [[θάμνος]], [[κληματώδης]], [[αειθαλής]], από τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες κατασκεύαζαν στεφάνια, πιθ. η [[καλαμίνθη]] η [[πολιά]], αγριοβασιλικός. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἕρπυλλος:''' ὁ поэт. тж. ἡ бот. тимьян (Thymus [[serpyllum]] L) Arph., Arst., Theocr., Anth. | |||
}} | }} |