Anonymous

ἐρασιπλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ
14
(SL_1)
(14)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἐρᾰσιπλόκᾰμος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[lovely]] locks Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου (v. Schr., Pyth. comm., ad loc.) (P. 4.136)
|sltr=<b>ἐρᾰσιπλόκᾰμος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[lovely]] locks Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου (v. Schr., Pyth. comm., ad loc.) (P. 4.136)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρασιπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῡς ἐρασιπλοκάμου [[γενεά]]», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}