Anonymous

ἐπιτροχάδην: Difference between revisions

From LSJ
14
(Autenrieth)
(14)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=glibly, fluently, Il. 3.213, Od. 18.26.
|auten=glibly, fluently, Il. 3.213, Od. 18.26.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιτροχάδην]]) [[τροχάδην]]<br /><b>επίρρ.</b> βιαστικά, [[χωρίς]] πολλή [[προσοχή]], [[σύντομα]], με [[σπουδή]], στα πεταχτά (α. «[[επιτροχάδην]] [[ερμηνεία]]» — [[ερμηνεία]] βιαστική, [[χωρίς]] να προηγηθεί [[λεπτομερής]] γλωσσική [[επεξεργασία]]<br />β. «διάβασα το [[έγγραφο]] [[επιτροχάδην]]» γ. «[[ἐπιτροχάδην]] ἀγόρευεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}