Anonymous

ἑτερόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_19)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόκαρπος''': -ον, φέρων ἀλλοίους, διαφόρους καρπούς, ἐπὶ ἐνθέτων δένδρων, Ἱππ. 245. 34.
|lstext='''ἑτερόκαρπος''': -ον, φέρων ἀλλοίους, διαφόρους καρπούς, ἐπὶ ἐνθέτων δένδρων, Ἱππ. 245. 34.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόκαρπος]], -ον)<br />(για δέντρα) αυτός που παράγει καρπούς διαφόρων ειδών ή, στον ίδιο καρπό, σπέρματα διαφορετικής μορφής.
}}
}}