3,274,216
edits
(6_19) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτερόκαρπος''': -ον, φέρων ἀλλοίους, διαφόρους καρπούς, ἐπὶ ἐνθέτων δένδρων, Ἱππ. 245. 34. | |lstext='''ἑτερόκαρπος''': -ον, φέρων ἀλλοίους, διαφόρους καρπούς, ἐπὶ ἐνθέτων δένδρων, Ἱππ. 245. 34. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόκαρπος]], -ον)<br />(για δέντρα) αυτός που παράγει καρπούς διαφόρων ειδών ή, στον ίδιο καρπό, σπέρματα διαφορετικής μορφής. | |||
}} | }} |