Anonymous

εὐδικία: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bon droit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δίκη]].
|btext=ας (ἡ) :<br />bon droit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δίκη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδικία]] και ιων. τ. εὐδικίη, ἡ (Α) [[εύδικος]]<br /><b>1.</b> δίκαιη [[συμπεριφορά]], [[δικαιοσύνη]] («τὸ ἐν πόλεσι [[φέγγος]] εὐδικίας, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>εὐδικίῃ</i><br />δικαίως.
}}
}}