Anonymous

εὐδικία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδικία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[δίκη]]) [[δίκαιος]] [[τρόπος]], [[δικαιοσύνη]], ἐν τῷ πληθ., εὐδικίας ἀνέχειν Ὀδ. Τ. 111˙ εὐδικίῃ, δικαίως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 343˙ [[σύντροφος]] εὐδικίης Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 246˙ ὃς εὐδοκίῃς ἀγανῇσι σῶσε… πόλιας [[αὐτόθι]] 373, πρβλ. 2859. - [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλούτ. 2. 781F.
|lstext='''εὐδικία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[δίκη]]) [[δίκαιος]] [[τρόπος]], [[δικαιοσύνη]], ἐν τῷ πληθ., εὐδικίας ἀνέχειν Ὀδ. Τ. 111˙ εὐδικίῃ, δικαίως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 343˙ [[σύντροφος]] εὐδικίης Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 246˙ ὃς εὐδοκίῃς ἀγανῇσι σῶσε… πόλιας [[αὐτόθι]] 373, πρβλ. 2859. - [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλούτ. 2. 781F.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bon droit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δίκη]].
}}
}}