Anonymous

εὐήνεμος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien exposé au vent, bien aéré (pays).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄνεμος]].
|btext=ος, ον :<br />bien exposé au vent, bien aéré (pays).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄνεμος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐήνεμος]], -ον<br />Α και δωρ. τ. [[εὐάνεμος]], -ον)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που δεν προσβάλλεται από σφοδρό άνεμο, ο [[απάνεμος]] («[[λιμένας]] ἧλθες εἰς εὐηνέμους», Εὐρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο εκτεθειμένος στον άνεμο<br /><b>2.</b> (για [[ταξίδι]]) με ευνοϊκό άνεμο («[[πλόος]] [[εὐάνεμος]]»)<br /><b>3.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που στέλνει ευνοϊκό άνεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άνεμος]]. Το -<i>η</i>- (<i>ᾱ</i>) λόγω της συνθέσεως].
}}
}}