Anonymous

εὐήνεμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐήνεμος]], -ον<br />Α και δωρ. τ. [[εὐάνεμος]], -ον)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που δεν προσβάλλεται από σφοδρό άνεμο, ο [[απάνεμος]] («[[λιμένας]] ἧλθες εἰς εὐηνέμους», Εὐρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο εκτεθειμένος στον άνεμο<br /><b>2.</b> (για [[ταξίδι]]) με ευνοϊκό άνεμο («[[πλόος]] [[εὐάνεμος]]»)<br /><b>3.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που στέλνει ευνοϊκό άνεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άνεμος]]. Το -<i>η</i>- (<i>ᾱ</i>) λόγω της συνθέσεως].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐήνεμος]], -ον<br />Α και δωρ. τ. [[εὐάνεμος]], -ον)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που δεν προσβάλλεται από σφοδρό άνεμο, ο [[απάνεμος]] («[[λιμένας]] ἧλθες εἰς εὐηνέμους», Εὐρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο εκτεθειμένος στον άνεμο<br /><b>2.</b> (για [[ταξίδι]]) με ευνοϊκό άνεμο («[[πλόος]] [[εὐάνεμος]]»)<br /><b>3.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που στέλνει ευνοϊκό άνεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άνεμος]]. Το -<i>η</i>- (<i>ᾱ</i>) λόγω της συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐήνεμος:''' Δωρ. εὐ-[[άνεμος]], -ον, αυτός που έχει [[καλά]] τους ανέμους, δηλ.:<br /><b class="num">I.</b> [[απάνεμος]], [[ήρεμος]], [[γαλήνιος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> εκτεθειμένος στον άνεμο, σε Σοφ.
}}
}}