3,274,916
edits
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ou</i> [[ἐχίνος]], ου (ὁ) :<br /><b>1</b> hérisson, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> estomac de certains animaux ; <i>particul.</i> paroi interne de l’estomac des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἔχις]]. | |btext=<i>ou</i> [[ἐχίνος]], ου (ὁ) :<br /><b>1</b> hérisson, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> estomac de certains animaux ; <i>particul.</i> paroi interne de l’estomac des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἔχις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ ἐχῑνος, Μ και ἐχῑνος, ἡ και ἐχῑνα)<br /><b>1.</b> ζώο θηλαστικό εντομοφάγο, [[ακανθόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]]<br /><b>2.</b> [[αχινός]] («ἐχῑνοι... θαλάττιοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[κέλυφος]] του καρπού τών κυπελλοφόρων [[φυτών]], π.χ. της καστανιάς, της βαλανιδιάς κ.ά.<br /><b>4.</b> το τρίτο και κύριο [[μέρος]] του στομάχου τών μυρηκαστικών ζώων, όπου [[κυρίως]] γίνεται η [[πέψη]]<br /><b>5.</b> ο [[πρόλοβος]] τών φυτοφάγων πτηνών<br /><b>6.</b> <b>αρχιτ.</b> το κυκλικό, ωοειδές [[μέρος]] του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αμυντικό [[μέσο]], με το οποίο φράσσονται οι έξοδοι τών συρματοπλεγμάτων<br /><b>2.</b> [[μηχανικό]] [[σύστημα]] που χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] της κίνησης από έναν άξονα σε [[άλλο]] παράλληλο άξονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το όστρακο του θαλάσσιου αχινού που χρησιμοποιούσαν πολλές φορές ως [[δοχείο]] για την [[εναπόθεση]] ιατρικών φαρμάκων<br /><b>2.</b> μετάλλινο ή πήλινο [[δοχείο]] στο οποίο κλείνονταν και σφραγίζονταν από τους διαιτητές οι μαρτυρικές αποδείξεις ώς την [[ημέρα]] της δίκης ή της εφέσεως, [[οπότε]] το άνοιγαν («ἐχρῆν αὐτὸ τὸ γραμματεῑον εἰς τὸν ἐχῑνον ἐμβαλεῑν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αγγείο]], [[δοχείο]], [[υδρία]], [[είδος]] χύτρας<br /><b>4.</b> οι τραχηλικοί σπόνδυλοι του κεστρέως (είδους ψαριού)<br /><b>5.</b> [[μέρος]] του χαλινού του αλόγου («τοὺς δ' ἐχίνους ὀξεῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες»<br /><b>7.</b> [[είδος]] πλακούντος πίτας («ἐπὶ τῆς δευτέρας εἰσάγουσι τραπέζης ἐχῑνον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>8.</b> [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ίσως <span style="color: red;"><</span> [[έχις]] «[[οχιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνο</i>-, πιθ. «αυτός που τρώει τις οχιές». Η λ. [[εχίνος]] χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο της λ. <i>χηρ</i> για λόγους ευφημισμού. Συνδέεται με αρμ. <i>ozni</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ogh</i>-<i>ĭn</i>-<i>yo</i>-) με [[επίθημα]] -<i>n</i>- και [[άλλη]] μεταπτωτικη [[βαθμίδα]] ρίζας, λιθ. <i>ežỹs</i>, αρχ. σλαβ. <i>ježĭ</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>egh</i>-<i>yo</i>-), αρχ. ανω γερμ. <i>igil</i>. Από το [[εχίνος]] προήλθε το νεοελλ. [[αχινός]]]. | |||
}} | }} |