3,274,916
edits
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχῖνος''': ὁ, (οὐχὶ ἐχίνος ῐ, ὡς ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. σ. 67. 170: ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 251 ἐχίνου [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ σχίνου, ἴδε Δινδ.). Ὁ [[ἀκανθόχοιρος]] ([[κυρίως]] [[ἐχῖνος]] [[χερσαῖος]]), Erinaceus Europaeus, Ἀρχίλ. 83, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1086, Ἴων παρ’ Ἀθην. 91Ε, Θεοφρ. Ἀποσπ. 175. 2) ὁ [[θαλάσσιος]] [[ἐχῖνος]], «ἀχινός», Ἐπίχ. 26 Ahr., Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 5, Πλάτ. Εὐθύδικ. 298D· ἐκτὸς τῶν γνωστῶν ἐσθιομένων ἐχίνων ὑπάρχουσι καὶ «ἄλλα... δύο γένη τό τε τῶν σπατάγγων καὶ τὸ τῶν καλουμένων βρυσῶν· γίνονται δὲ οὗτοι πελάγιοι καὶ σπάνιοι» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2, Ἀθήν. 91Α-Ε. ΙΙ. τὸ [[ὄστρακον]] τοῦ θαλασσίου ἐχίνου, [[ὅπερ]] [[πολλάκις]] ἐχρησίμευε ὡς [[δοχεῖον]] ἢ [[ποτήριον]] ἐν ᾧ ἐτίθεντο φάρμακα ἰατρικά, Ἱππ. 663, 40, κ. ἀλλ.· [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ Λατ. testa, [[ἀγγεῖον]], [[δοχεῖον]], [[ὑδρία]], [[εἶδος]] χύτρας, Λατ. echinus, Ἀριστοφ. Σφ. 1436, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 23, ἴδε Ἐρωτιαν. τῶν παρ’ Ἱππ. Λέξ. Συναγ., Ἡσύχ.· «[[ἐχῖνος]] δὲ χύτρας [[εἶδος]]» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 91, Ὁρατ. Σάτ. 1. 6, 117, πρβλ. [[κόγχη]]. 3) τὸ [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ κλειόμεναι ἐσφραγίζοντο αἱ μαρτυρικαὶ ἀποδείξεις ὑπὸ τῶν διαιτητῶν, [[ὅπως]] ὑπάρχωσι πρόχειροι ἐν ᾗ περιπτώσει ἤθελε γίνῃ [[ἔφεσις]] τῆς ἀποφάσεως αὐτῶν, Δημ. 1180. 24., 1265. 15, Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 75. 11 καὶ 21. ΙΙΙ. τῶν ἀκανθῶδες [[κέλυφος]] καρπῶν τινων, [[οἷον]] τοῦ καστάνου, Ξενοκρ. 43, Ἡσύχ. Φώτ. 2) οἱ τραχηλικοὶ σπόνδυλοι τοῦ κεστρέως, Ἀθήν. 306F. IV. ὁ ἀληθὴς [[στόμαχος]] τῶν μυρηκαστικῶν ζῴων, [[ἔνθα]] [[κυρίως]] γίνεται ἡ [[πέψις]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 8· καλούμενος [[οὕτως]] ἐκ τῆς τραχείας [[αὐτοῦ]] ἐσωτερικῆς ἐπιφανείας, πρβλ. [[αὐτόθι]] 4· βοῶν ἐχ. Καλλ. Ἀποσπ. 250· [[ὡσαύτως]] ὁ [[πρόλοβος]], ἐπὶ τῶν ποηφάγων πτηνῶν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 7. V. ἐν τῷ πληθ., τὰ πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη τοῦ χαλινοῦ [[ὀξέα]] [[ἄκρα]], [[ἅπερ]] δι’ αἰφνιδίου συσπάσεως τῶν ἡνιῶν ἐπίεζον τὸ [[στόμα]] (Λατ. frena lupata), Ξεν. Ἱππ. 10. 6· πρβλ. [[ἐχήνια]], [[ὑποστόμια]]. VI. ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, ᾠοειδὲς κόσμηνα εἰς τὸ ἄνω [[μέρος]] Δωρικῶν καὶ Ἰωνικῶν κιονοκράνων (πιθαν. ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]]), Βιτρούβ. 4. 3. VII. [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Α. (Πρβλ. Ἀρχ.-Ὑψηλ.-Γερμαν. igil (Γερμ. igel)· Σλαυ. jezi· Λιθ. ezys). | |lstext='''ἐχῖνος''': ὁ, (οὐχὶ ἐχίνος ῐ, ὡς ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. σ. 67. 170: ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 251 ἐχίνου [[εἶναι]] ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ σχίνου, ἴδε Δινδ.). Ὁ [[ἀκανθόχοιρος]] ([[κυρίως]] [[ἐχῖνος]] [[χερσαῖος]]), Erinaceus Europaeus, Ἀρχίλ. 83, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1086, Ἴων παρ’ Ἀθην. 91Ε, Θεοφρ. Ἀποσπ. 175. 2) ὁ [[θαλάσσιος]] [[ἐχῖνος]], «ἀχινός», Ἐπίχ. 26 Ahr., Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 5, Πλάτ. Εὐθύδικ. 298D· ἐκτὸς τῶν γνωστῶν ἐσθιομένων ἐχίνων ὑπάρχουσι καὶ «ἄλλα... δύο γένη τό τε τῶν σπατάγγων καὶ τὸ τῶν καλουμένων βρυσῶν· γίνονται δὲ οὗτοι πελάγιοι καὶ σπάνιοι» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2, Ἀθήν. 91Α-Ε. ΙΙ. τὸ [[ὄστρακον]] τοῦ θαλασσίου ἐχίνου, [[ὅπερ]] [[πολλάκις]] ἐχρησίμευε ὡς [[δοχεῖον]] ἢ [[ποτήριον]] ἐν ᾧ ἐτίθεντο φάρμακα ἰατρικά, Ἱππ. 663, 40, κ. ἀλλ.· [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ Λατ. testa, [[ἀγγεῖον]], [[δοχεῖον]], [[ὑδρία]], [[εἶδος]] χύτρας, Λατ. echinus, Ἀριστοφ. Σφ. 1436, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 23, ἴδε Ἐρωτιαν. τῶν παρ’ Ἱππ. Λέξ. Συναγ., Ἡσύχ.· «[[ἐχῖνος]] δὲ χύτρας [[εἶδος]]» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 91, Ὁρατ. Σάτ. 1. 6, 117, πρβλ. [[κόγχη]]. 3) τὸ [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ κλειόμεναι ἐσφραγίζοντο αἱ μαρτυρικαὶ ἀποδείξεις ὑπὸ τῶν διαιτητῶν, [[ὅπως]] ὑπάρχωσι πρόχειροι ἐν ᾗ περιπτώσει ἤθελε γίνῃ [[ἔφεσις]] τῆς ἀποφάσεως αὐτῶν, Δημ. 1180. 24., 1265. 15, Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. 75. 11 καὶ 21. ΙΙΙ. τῶν ἀκανθῶδες [[κέλυφος]] καρπῶν τινων, [[οἷον]] τοῦ καστάνου, Ξενοκρ. 43, Ἡσύχ. Φώτ. 2) οἱ τραχηλικοὶ σπόνδυλοι τοῦ κεστρέως, Ἀθήν. 306F. IV. ὁ ἀληθὴς [[στόμαχος]] τῶν μυρηκαστικῶν ζῴων, [[ἔνθα]] [[κυρίως]] γίνεται ἡ [[πέψις]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 8· καλούμενος [[οὕτως]] ἐκ τῆς τραχείας [[αὐτοῦ]] ἐσωτερικῆς ἐπιφανείας, πρβλ. [[αὐτόθι]] 4· βοῶν ἐχ. Καλλ. Ἀποσπ. 250· [[ὡσαύτως]] ὁ [[πρόλοβος]], ἐπὶ τῶν ποηφάγων πτηνῶν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 7. V. ἐν τῷ πληθ., τὰ πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη τοῦ χαλινοῦ [[ὀξέα]] [[ἄκρα]], [[ἅπερ]] δι’ αἰφνιδίου συσπάσεως τῶν ἡνιῶν ἐπίεζον τὸ [[στόμα]] (Λατ. frena lupata), Ξεν. Ἱππ. 10. 6· πρβλ. [[ἐχήνια]], [[ὑποστόμια]]. VI. ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, ᾠοειδὲς κόσμηνα εἰς τὸ ἄνω [[μέρος]] Δωρικῶν καὶ Ἰωνικῶν κιονοκράνων (πιθαν. ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]]), Βιτρούβ. 4. 3. VII. [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Α. (Πρβλ. Ἀρχ.-Ὑψηλ.-Γερμαν. igil (Γερμ. igel)· Σλαυ. jezi· Λιθ. ezys). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ou</i> [[ἐχίνος]], ου (ὁ) :<br /><b>1</b> hérisson, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> estomac de certains animaux ; <i>particul.</i> paroi interne de l’estomac des oiseaux.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἔχις]]. | |||
}} | }} |