Anonymous

εὑρησιλογία: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[εὑρεσιλογία]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[εὑρεσιλογία]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὑρησιλογία]] και [[εὑρεσιλογία]], ἡ (ΑΜ) [[ευρησίλογος]]<br />η [[ικανότητα]] να βρίσκει [[κάποιος]] έξυπνη [[ερμηνεία]] ή έξυπνα επιχειρήματα για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «εὑρησιλογίαν ἔχειν»<br />(για [[φαινόμενο]]) το να επιδέχεται έξυπνη [[ερμηνεία]]<br /><b>2.</b> [[ικανότητα]] στον σχηματισμό λογοπαιγνίων.
}}
}}