εὑρησιλογία

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρησῐλογία Medium diacritics: εὑρησιλογία Low diacritics: ευρησιλογία Capitals: ΕΥΡΗΣΙΛΟΓΙΑ
Transliteration A: heurēsilogía Transliteration B: heurēsilogia Transliteration C: evrisilogia Beta Code: eu(rhsilogi/a

English (LSJ)

ἡ, ability to discover arguments, ease of speaking, clever gossip, gift of the gab, gift of gab, skill in finding, skill in finding arguments, esp. perverse or sophistical ingenuity, Plb.18.46.3, D.S.1.37, Ph.1.628, 698, Plu.2.1033b, Arr.Epict.2.20.35: pl., Plb.12.26e.4, 29.1.2: εὑρησιλογίαν ἔχειν, of a phenomenon, admit of an ingenious explanation, Str.17.1.34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. εὑρεσιλογία.

Greek Monolingual

εὑρησιλογία και εὑρεσιλογία, ἡ (ΑΜ) ευρησίλογος
η ικανότητα να βρίσκει κάποιος έξυπνη ερμηνεία ή έξυπνα επιχειρήματα για κάτι
αρχ.
1. φρ. «εὑρησιλογίαν ἔχειν»
(για φαινόμενο) το να επιδέχεται έξυπνη ερμηνεία
2. ικανότητα στον σχηματισμό λογοπαιγνίων.

German (Pape)

ἡ, Geschicklichkeit im Erfinden und Ersinnen von Gründen und Worten, um Etwas zu beweisen, bes. um Einem Etwas vorzuspiegeln, διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους εὑρεσιλογίας Pol. 18.29.3; Plut. def. Or. 8 und andere Spätere
Auch = der Beweis, der Grund, Strab.