Anonymous

εὔιππος: Difference between revisions

From LSJ
15
(SL_1)
(15)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὔιππος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[splendid]] horses εὐίππων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) Ἀμαζόνας εὐίππους (O. 8.47) εὐίππου Φλεγύα [[θυγάτηρ]] (P. 3.8) εὐίππου βασιλῆι Κυράνας (P. 4.2)
|sltr=[[εὔιππος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[splendid]] horses εὐίππων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) Ἀμαζόνας εὐίππους (O. 8.47) εὐίππου Φλεγύα [[θυγάτηρ]] (P. 3.8) εὐίππου βασιλῆι Κυράνας (P. 4.2)
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔιππος]], -ον, επικ. τ. ἐΰιππος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) αυτός που ευχαριστιέται να έχει ωραίους ίππους («Ἀμαζόνας εὐίππους», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που φημίζεται για τους καλούς ίππους του («εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης», <b>Καλλ.</b>).
}}
}}