Anonymous

εὔιππος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔιππος]], -ον, επικ. τ. ἐΰιππος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) αυτός που ευχαριστιέται να έχει ωραίους ίππους («Ἀμαζόνας εὐίππους», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που φημίζεται για τους καλούς ίππους του («εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης», <b>Καλλ.</b>).
|mltxt=[[εὔιππος]], -ον, επικ. τ. ἐΰιππος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) αυτός που ευχαριστιέται να έχει ωραίους ίππους («Ἀμαζόνας εὐίππους», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που φημίζεται για τους καλούς ίππους του («εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης», <b>Καλλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔιππος:''' -ον, λέγεται για πρόσωπα, αυτός που διαθέτει [[καλά]] άλογα, αυτός που ευχαριστιέται με τα [[καλά]] άλογα, σε Ομηρ. Ύμν.· υπερθ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τόπους, [[γνωστός]], [[περίφημος]] για τα άλογά του, σε Σοφ.
}}
}}