Anonymous

ἀκατάστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede derribarse]] (κίων) Sch.Pi.<i>O</i>.p.82 Böckh, glos. a [[ἀνένδοτος]] Hsch.
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede derribarse]] (κίων) Sch.Pi.<i>O</i>.p.82 Böckh, glos. a [[ἀνένδοτος]] Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάστρεπτος]], -ον) (νεοελλ. και ακατάστρεφτος) [[καταστρέφω]]<br />αυτός που δεν έχει καταστραφεί ή δεν [[είναι]] δυνατόν να καταστραφεί ή να ανατραπεί.
}}
}}