Anonymous

ἀκατάστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_2
(6_18)
(big3_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ καταστρεφόμενος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 146.
|lstext='''ἀκατάστρεπτος''': -ον, ὁ μὴ καταστρεφόμενος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 2. 146.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede derribarse]] (κίων) Sch.Pi.<i>O</i>.p.82 Böckh, glos. a [[ἀνένδοτος]] Hsch.
}}
}}