3,277,719
edits
(6_11) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῡμωτικός''': -ή, -όν, προξενῶν ζύμωσιν, τινος Διοκλ. παρ’ Ἀθην. 55D. | |lstext='''ζῡμωτικός''': -ή, -όν, προξενῶν ζύμωσιν, τινος Διοκλ. παρ’ Ἀθην. 55D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ζυμωτικός]], -ή, -όν) [[ζυμώ]]<br />αυτός που προκαλεί [[ζύμωση]], ο [[ζυμωσιογόνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[ζύμωμα]] ή ο [[κατάλληλος]] για [[ζύμωμα]] («ζυμωτική [[μηχανή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζυμωτικό</i><br />το ένζυμο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ζυμωτικά</i><br />η [[αμοιβή]] που καταβάλλεται στον ζυμωτή για το [[ζύμωμα]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] καταστάσεων που οφείλονται σε [[αύξηση]] τών ζυμώσεων. | |||
}} | }} |