ζυμωτικός
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ζυμωτική, ζυμωτικόν, causing to ferment, τινος Diocl.Fr.118.
German (Pape)
[Seite 1142] aufblähend, Ath. II, 55 b, οἱ ἐρέβινθοι ζ. τῆς σαρκός.
Greek (Liddell-Scott)
ζῡμωτικός: -ή, -όν, προξενῶν ζύμωσιν, τινος Διοκλ. παρ’ Ἀθην. 55D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ζυμωτικός, -ή, -όν) ζυμώ
αυτός που προκαλεί ζύμωση, ο ζυμωσιογόνος
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα ή ο κατάλληλος για ζύμωμα («ζυμωτική μηχανή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτικό
το ένζυμο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυμωτικά
η αμοιβή που καταβάλλεται στον ζυμωτή για το ζύμωμα
4. ιατρ. χαρακτηρισμός καταστάσεων που οφείλονται σε αύξηση τών ζυμώσεων.