3,277,218
edits
(6_17) |
(16) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεοκάπηλος''': -ον, καπηλεύων, ἐμπορευόμενος τὰ θεῖα, τὰ [[ἱερά]], «θεοκάπηλοι [[εἶναι]] καὶ οἱ αἱρετικοί, οἱ παραμιγνύοντες τὰς ἑαυτῶν διδασκαλίας τοῖς ὀρθόφροσι δόγμασιν, ὡς οἱ κάπηλοι τὸν [[οἶνον]] τῷ ὕδατι Ἰσίδ. 452Β, C, κλ. | |lstext='''θεοκάπηλος''': -ον, καπηλεύων, ἐμπορευόμενος τὰ θεῖα, τὰ [[ἱερά]], «θεοκάπηλοι [[εἶναι]] καὶ οἱ αἱρετικοί, οἱ παραμιγνύοντες τὰς ἑαυτῶν διδασκαλίας τοῖς ὀρθόφροσι δόγμασιν, ὡς οἱ κάπηλοι τὸν [[οἶνον]] τῷ ὕδατι Ἰσίδ. 452Β, C, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η -ο (AM [[θεοκάπηλος]], -ον)<br />αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται το όνομα του θεού ή τα [[θεία]], αποκομίζοντας με άνομο τρόπο προσωπικά κέρδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]]. | |||
}} | }} |