θεοκάπηλος

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source

German (Pape)

[Seite 1195] mit Gott u. seinem Worte Handel treibend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοκάπηλος: -ον, καπηλεύων, ἐμπορευόμενος τὰ θεῖα, τὰ ἱερά, «θεοκάπηλοι εἶναι καὶ οἱ αἱρετικοί, οἱ παραμιγνύοντες τὰς ἑαυτῶν διδασκαλίας τοῖς ὀρθόφροσι δόγμασιν, ὡς οἱ κάπηλοι τὸν οἶνον τῷ ὕδατι Ἰσίδ. 452Β, C, κλ.

Greek Monolingual

-η -ο (AM θεοκάπηλος, -ον)
αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται το όνομα του θεού ή τα θεία, αποκομίζοντας με άνομο τρόπο προσωπικά κέρδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + κάπηλος.