Anonymous

εὐπάτειρα: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_9)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπάτειρα''': ἡ, = [[εὐπατέρεια]], Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 218.
|lstext='''εὐπάτειρα''': ἡ, = [[εὐπατέρεια]], Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 218.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπάτειρα]] και [[εὐπατέρεια]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (επιθ. της Ελένης, της Τυρώς και γεν. [[γυναικών]]) αυτή που κατάγεται από ευγενή [[πατέρα]] («Ἑλένην εὐπατέρειαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για οίκους) αυτός που ανήκει σε [[οικογένεια]] ευγενών («ναίεις εὐπατέρειαν αὐλάν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πατήρ]].
}}
}}